Η σύγκρουση με τον Ηρακλειώτη αρμοστή Στεργιάδη
«…ζήτημα είναι εάν όταν το παρόν μου γράμμα αναγινώσκεται υπό της Υμετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν τη ζωή προοριζόμενοι –τις οίδε- κατ’ ανεξερευνήτους βουλάς της Θείας Προνοίας εις θυσίαν και μαρτύριον…».
Με την προφητική αυτή αναφορά, συγκλονιστική στ’ αλήθεια, ο μάρτυρας μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, απηύθυνε έκκληση στον ιδιωτεύοντα, τότε, Ελευθέριο Βενιζέλο να κάνει τη «μεγάλη χειρονομία» και να σώσει τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας.
Η δραματική του επιστολή, στην οποία διακρίνεται η αγωνία γι αυτό που επέρχεται για τους Έλληνες της περιοχής, χωρίς κανείς να μπορεί να το αποτρέψει, γράφτηκε την προπαραμονή του θανάτου του, στις 25 Αυγούστου 1922. Σίγουρα ο Βενιζέλος διάβασε τη δραματική έκκληση όταν ο ιεράρχης ήταν πλέον νεκρός, κατακρεουργημένος από τον τουρκικό όχλο στις 27 Αυγούστου 1922, κατά την ανακατάληψη της Σμύρνης από τους Τούρκους.
Ο Χρυσόστομος στην έντονα συναισθηματική του επιστολή κατηγορεί τον ίδιο τον Βενιζέλο, με τον οποίο διατηρούσε στενή σχέση, για την επιλογή του να στείλει στη Σμύρνη ως Ύπατο Αρμοστή «ένα παράφρονα και εγωιστήν», όπως αποκαλεί τον Αριστείδη Στεργιάδη (διαβάστε παρακάτω μια αναφορά για τον αρμοστή, που είχε γεννηθεί στο Ηράκλειο, ήταν δικηγόρος της πόλης και διετέλεσε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, ενώ θεωρήθηκε το τραγικό – και μισητό για πολλούς- πρόσωπο στην Μικρασιατική Καταστροφή).
Με τον Στεργιάδη ο μαρτυρικός επίσκοπος, όπως και σχεδόν όλοι οι επιφανείς παράγοντες της Μικράς Ασίας, είχε συγκρουστεί. Μάλιστα ο Στεργιάδης, που κατηγορήθηκε ως ο προδότης του ελληνισμού της περιοχής, είχε ζητήσει τη διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης στη μητρόπολη Σμύρνης.
Ο μαρτυρικός ιεράρχης αποδεικνύει με την ίδια συγκλονιστική επιστολή πόσο πολύ πίστευε στον Βενιζέλο, ώστε του καταλογίζει και μια δεύτερη ευθύνη για την καταστροφή: το γεγονός ότι οδήγησε τη χώρα στις εκλογές (την 1η Νοεμβρίου 1920) τις οποίες έχασε κι έτσι δεν διαχειρίστηκε ο ίδιος τα πράγματα που αφορούσαν στη Μικρασιατική εκστρατεία. Μάλιστα ενημερώνει τον Κρητικό πολιτικό ότι λίγες ημέρες νωρίτερα είχε στείλει επιστολή στον τότε βασιλιά (δεν τον αποκαλεί καν με την ιδιότητα του, αλλά «ευρισκόμενο επί του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνο») ζητώντας να αναθέσει στον Βενιζέλο «την ανάληψη της πηδαλιούχου του ελληνικού σκάφους».
«Εν Σμύρνη
Τη 25 Αυγούστου 1922
Αγαπητέ φίλε και αδελφέ κ. Ελευθέριε Βενιζέλε,
Επέστη η μεγάλη ώρα της μεγάλης εκ μέρους σας χειρονομίας. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση.
Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος δια δύο πράξεις Σας.
Πρώτον διότι αποστείλατε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν ένα παράφρονα και εγωιστήν. Και δεύτερον διότι πρωτού αποπερατώσητε το έργον σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του ανεγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός Σας, της καταθέσεως των θεμελίων της περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινής μας Αυτοκρατορίας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ’ αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της εισόδου Σας εις Κωνσταντινούπολιν και της καταλήψεως αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού προς εκτέλεσιν – οίμι –δια παντός καταστραφείσης Συνθήκης των Σεβρών.
Αλλά γέγονεν ο γέγονεν.
Ακόμη όμως υπάρχει καιρός αν όχι να σωθή η Συνθήκη των Σεβρών, αλλά τουλάιστον να μη καταστραφή τελείως το Ελληνικόν Έθνος δια της απωλείας ότι μόνον της Μ. Ασίας αλλά και της Θράκης και αυτής ίσως της Μακεδονίας.
Και επειδή οι καιροί ου μενετοί πλέον, έκρινα καθήκον και εμόν απαραίτητον να κυλίσω τον πίθον μου εν μέσω της γενικής κινήσεως της παγκοίνου εδώ συμφοράς μας και πρώτον μεν έγραψα με ημερομηνίαν 21 Αυγούστου προς τον επί του Ελληνικού θρόνου ευρισκόμενον Κωνσταντίνον να προβή εις τας μεγάλας αποφάσεις, εν αις πρωτίστην θεωρώ την ανάληψιν της πηδαλιουχίας του ελληνικού σκάφους παρά της πάγκοινον την ευρωπαϊκήν υπόληψιν κεκτημένης Σης κορυφής.
Την παράδοσιν της διοικήσεως του στρατού εις τους εκδιωχθέντας αξιωματικούς της Αμύνης, οι οποίοι γνωρίζουν πως ανασυντάσσεται καταστραμμένος στρατός και οδηγείται εις την νίκην και την άμεσον εντεύθεν εκδίωξιν Στεργιάδου και Χατζανέστη και άλλα σχετικά.
Έκρινα δε προ παντός απαραίτητον εκ των φλογών της καταστροφής εν αις οδυνάται ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, και ζήτημα είναι εάν όταν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσκεται υπό της Υμετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν ζωή προοριζόμενοι – τις οίδε- κατ’ ανεξερευνήτους βουλάς της Θείας Προνοίας εις θυσίαν και μαρτύριον, ν’ απευθύνω την υστάτην ταύτην έκκλησιν προς την φιλογενή και μεγάλην ψυχήν Σας και να Σας είπω μόνο δύο λέξεις.
Εάν δια να σώσητε την Ελλάδα εκρίνατε καθήκον σας να προβήτε εις το επαναστατικόν κίνημα της Θεσσαλονίκης, μη διστάσητε τώρα να προβήτε εις εκατόν τοιαύτα κινήματα, ίνα σώσητε τώρα ολόκληρον τον απανταχού και ιδία τον μικρασιατικόν και θρακικόν Ελληνισμόν, ο οποίος τόσην θρησκευτικήν λατρείαν τρέφει προς Υμάς.
Και νυν, φίλτατε αδελφέ, σε μόνον θεωρούμεν τον από μηχανής Θεόν, σε βράχον, σε ελπίδα, σε σωτήρα και σε μεσσίαν μας. Περίζωσε την ρομφαίαν του λόγου σου κατευοδού προς υμάς και κόψον τον άλυτον δια την διπλωματίαν μέχρι σήμερον δεσμόν του Ανατολικού ζητήματος.
Πίπτων επί του τραχήλου υμών, περιλούω υμάς δι’ απείρων φιλημάτων σεβασμού και αγάπης.
† Ο Σμύρνης Χρυσόστομος»
Ο Αριστείδης Στεργιάδης
Ο Αρ. Στεργιάδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο και προερχόταν από εύπορη οικογένεια με ρίζες από την Μακεδονία. Ο πατέρας του ήταν λαδέμπορος από τη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι και ήταν δικηγόρος στο Ηράκλειο από το 1889. Η αντιτουρκική δράση που ανέπτυξε η οικογένειά του είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν τα δυο του αδέλφια, Ιωάννης και Θρασύβουλος, στις σφαγές της 25ης Αυγούστου 1898. Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του Θέρισου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να φυλακισθεί από τους Άγγλους για δώδεκα μήνες.
Ασχολήθηκε με την πολιτική, διατελώντας πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου μέχρι το 1910. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο συνεργάστηκε στη σύνταξη διαφόρων νόμων για την τοπική αυτοδιοίκηση και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Κρήτης. Το 1914 συμμετείχε στη σύνταξη της συνθήκης των Αθηνών. Στη συνέχεια διορίστηκε Γενικός διοικητής Ηπείρου (1917 – 1919).
Για τον Αριστείδη Στεργιάδη υπάρχει μια εκτενής αναφορά σε ομιλία του Γιώργου Αλεβίζου, προέδρου τότε των Μικρασιατών, Ποντίων και Αρμενίων Σητείας, που έγινε το 2009 με τον τίτλο: “Αριστείδης Στεργιάδης ΥΠΑΤΟΣ ΑΡΜΟΣΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 1919-1922. Αθώος ή Ένοχος;”
Διαβάζουμε:
Ο Αριστείδης Στεργιάδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1861. Ο πατέρας του, μεγαλέμπορος λαδιού, καταγόταν από την Θεσσαλονίκη. Η οικογένεια πήρε ενεργό μέρος στους Κρητικούς αγώνες. Τα αδέλφια του Γιάννης και Θρασύβουλος σφάχτηκαν από τους Τούρκους. Ο ίδιος από το 1889 δικηγορούσε στο Ηράκλειο. Ήξερε καλά το τουρκικό δίκαιο γι΄ αυτό και ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος τον χρησιμοποίησε σε διάφορες νευραλγικές θέσεις. Το 1905 πήρε μέρος στο Θέρισο κατά το επαναστατικό κίνημα του Βενιζέλου κατά του δεσποτισμού του Ύπατου Αρμοστού πρίγκιπος Γεωργίου. Κατά το διάστημα των Αγγλικών δυνάμεων κατοχής στην περιοχή Ηρακλείου φυλακίσθηκε από τους Άγγλους και ίσως αυτό το γεγονός σημάδεψε την υπόλοιπη πολιτική του καριέρα, θεωρούμενος ως πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, της Αγγλικής Κ.Υ.Π.
Ο Βενιζέλος το 1917 τον διόρισε Γενικό Διοικητή Ηπείρου, όπου ο Στεργιάδης πέτυχε να απαλλάξει την περιοχή από τη μάστιγα της ληστείας. Όμως η συμπεριφορά του ήταν σκληρή και οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν «καινούργιο Αλή Πασά».
Κατά τα αιματηρά γεγονότα της 2ας Μαΐου 1919, που προαναφέραμε, ο από 28 ης Απριλίου διορισθείς Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης δεν είχε ακόμη φθάσει στη Σμύρνη ως όφειλε. Τις μέρες αυτές που ήταν οι δυσκολότερες για τον Βενιζέλο, ο Έλληνας Πρωθυπουργός βλέπει το όραμα του να κινδυνεύει από τις εκδικητικές συμπεριφορές των Ελλήνων. Με την ταχεία αντίληψη των πάντων, που τον διέκρινε, στέλνει μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών κατεπείγων τηλεγράφημα στον Στεργιάδη και μεταξύ άλλων γράφει:
«Παρακαλώ να μην αναβληθή ουδέ στιγμήν αναχώρησις σου δια Σμύρνην. Δύνασαι να παραλάβης εξ Αθηνών οιουσδήποτε υπαλλήλους θέλεις επιδεικνύων τηλεγράφημα μου. Η τουρκική διοικητική υπηρεσία θέλει διατηρηθεί προσωρινώς, αλλ’ υπό τον έλεγχον ημών. …Μεταβαίνων εις Σμύρνην θα καλέσεις τους Κρήτας Οθωμανούς υπαλλήλους δια να αναλάβουν υπηρασίαν. …Να ζητήσεις από πλοίαρχον Μαυρουδήν και συνταγματάρχην Ζαφειρίου να σου δώσουν όλα τα προς αυτούς τηλεγραφήματα μου. …Γνώριζε, ότι ουδέποτε επέρασα ημέραν μεγαλυτέρας αγωνίας παρ’ όταν επληροφορήθην, ότι εξ ανεξηγήτου αμελείας των Αθηνών η κατοχή Σμύρνης έγινεν ως έγινε και άνευ συγχρόνου παρουσίας σου.»
Ο Στεργιάδης επιτέλους έφθασε στη Σμύρνη την 8 η Μαΐου 1919 και αμέσως άρχισε να δείχνει τον αυταρχικό και σκαιό του χαρακτήρα. Πολύ σύντομα γενικεύθηκε η κατακραυγή εναντίον του. Ενεργούσε σαν απόλυτος μονάρχης. Δεν υπολόγιζε ούτε τον Αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο, ούτε τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Απειλούσε, έβριζε, χειροδικούσε. Πολλοί Σμυρναίοι πρόκριτοι έστειλαν αναφορές και προέβησαν σε διαβήματα στον αντιπρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης Εμμ. Ρέπουλη, ο οποίος την 1 η Ιουλίου 1919 στέλνει στον ευρισκόμενο στο Παρίσι Ελ. Βενιζέλο τηλεγραφική αναφορά:
«Θεωρώ αναγκαίον συστήσετε κύριον Στεργιάδην αποφεύγει χειροδικίας και εξυβρίσεις. Ενταύθα Σύλλογος Αλυτρώτων εζήτησε παρουσιασθή εις εμέ ινα καταγγείλει τοιαύτα γεγονότα. Κύριος Αρκάλης μας αφηγήθη σειράν ολόκληρον ήν επιβεβαίωσε Μαζαράκης υπουργείου Εσωτερικών, επανελθών εκείθεν. Εξύβριζε και απεπέμψε δημοσιογράφους άνευ αιτίας. Κατελθών αυτοκινήτου ερράπισε καθ’ οδόν αμαξηλάτην υβρίζοντα ίππον του και Μωχαμέτην. Συνέλαβε και παρεμβάντα επιβάτην αμάξης και παρέπεμψεν αμφοτέρους Στρατοδικείον. Καυχιέται ότι συνηθίζει και να δέρνει και εις την Ήπειρον έσπασε δέρων δώδεκα ράβδους και οι παρουσιαζόμενοι εις αυτόν έπρεπε να φορούν από μέσα προβιάν δια να μη ματώνουν». Ο Ρέπουλης εξέφρασε επίσης τον φόβο μήπως ο Στεργιάδης βρεθεί «απέναντι κανενός ζωηρού Σμυρναίου και έχομεν δεινοτέρας συνεπείας».
Ανάλογο με του Ρέπουλη τηλεγράφημα έστειλε στο Παρίσι στον Υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη, ο Αλέξανδρος Διομήδης, που εκτελούσε χρέη Υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα.
Όμως ο Βενιζέλος απέρριψε τις κατηγορίες και δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του Στεργιάδη στην επιστολή που έστειλε από το Παρίσι στις 18 Ιουλίου 1919 τονίζοντας:
«Εν μέσω της διανοητικής παρακρούσεως όλων των εν Σμύρνη ημετέρων, στρατιωτικών και πολιτικών, μόνον ο Στεργιάδης παραμένει έχων διαυγή την αντίληψιν της καταστάσεως, προσπαθείν να σώση αυτήν από του ναυαγίου εις το οποίον φέρεται αγανακτών διαρκώς και δικαίως, παραφερόμενος, ως φαίνεται, ενίοτε και νομιζόμενος ως παράφρων υπό ανθρώπων, οι οποίοι ευρίσκονται εις πραγματικήν παράκρουσιν. …Ο δυστυχής Στεργιάδης έβλεπε και διησθάνετο μακρόθεν, όπως έβλεπα κι εγώ εγγύθεν, ότι επέκειται η έκρηξης καταιγίδος».
Ο Στεργιάδης ενθαρρύνθηκε από την ευνοϊκή γι’ αυτόν στάση του Βενιζέλου και συνέχισε να συμπεριφέρεται, παντού και πάντα, σαν απόλυτος μονάρχης. Επανειλημμένως ήρθε σε ρήξη με τον Σμυρναίο Αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Τον ενοχλούσε ότι οι Σμυρναίοι απέδιδαν ξεχωριστές τιμές στον συμπατριώτη τους αρχιστράτηγο και του φερόταν με ένα είδος λατρείας. Όταν ο Παρασκευόπουλος έφθασε στη Σμύρνη, έγινε δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Φωτεινής. Ο Στεργιάδης σύμφωνα με το πρωτόκολλο κατέφθασε τελευταίος, αλλά ο τελετάρχης τον τοποθέτησε αριστερά του Παρασκευόπουλου. Ο Στεργιάδης εξεμάνη, έβαλε τις φωνές κι έφυγε ως Ύπατος Αρμοστής, δηλαδή πολιτικός και στρατιωτικός άρχων, έπρεπε να τοποθετηθεί δεξιά του αρχιστράτηγου.
Δυο φορές δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα στη Σμύρνη και χρειάστηκε να μεταβεί και να τα ρυθμίσει ο ίδιος ο Βενιζέλος. Δεν πάτησε όμως το μικρασιατικό έδαφος.
Η πρώτη φορά ήταν όταν ο Στεργιάδης, ως Ύπατος Αρμοστής, επεμβαίνοντας σε θέματα διοίκησης του στρατού, απαιτούσε να αντικατασταθεί ο επιτελάρχης υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος. Και ο Αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος που δεν δεχόταν επεμβάσεις ήρθε σε ρήξη με τον Στεργιάδη. Τότε ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος με τον Παρασκευόπουλο πήγαν με το αντιτορπιλικό «Λέων» στη Χίο, όπου τους περίμενε ο Στεργιάδης που είχε φθάσει από τη Σμύρνη με το πλωτό νοσοκομείο «Αμφιτρίτη». Κατά την συζήτηση – συνδιαλλαγή Παρασκευόπουλου – Στεργιάδη παρών ήταν και ο γενικός διοικητής Χίου Γεώργιος Παπανδρέου.
Αργότερα ο Παρασκευόπουλος στις αναμνήσεις του γράφει: «Επανέλαβον ρητώς εις τον Πρόεδρον Βενιζέλον ότι δεν δύναμαι να ανεχθώ την παράλογον θέλησιν του Αρμοστού και παρακαλώ να με απαλλάξει των καθηκόντων του Αρχιστράτηγου, ως μη δυνάμενον πλέον να ασκώ τα καθήκοντα μου με μειωμένον το κύρος μου. Η εκ νέου επέμβασις του Προέδρου παρά τω Στεργιάδη ηνάγκασε αυτόν να υποχωρήση εις το ζήτημα αντικαταστάσεως του επιτελάρχου. Ούτω έληξε το σπουδαίον αυτό επεισόδιον και από τότε ουδέποτε πλέον ο Στεργιάδης με ηνώχλησε».
Η δεύτερη φορά που ο Βενιζέλος πήγε στη Σμύρνη με το ατμόπλοιο «Νάρκισσος» ήταν η 22 η Αυγούστου 1920, «φέρων ακόμη επιδέσμους εις τας πληγάς» από την δολοφονική εναντίον του απόπειρα στο σταθμό Λυών των Παρισίων.
Σίγουρα η συμπεριφορά του Στεργιάδη απασχολούσε σοβαρά τον Βενιζέλο. Εάν όμως τον αντικαθιστούσε, τι θα έλεγαν οι Συμμαχικές Δυνάμεις. Στον στενό συνεργάτη του Ευάγγελο Μελιγκουνάκη θα πει «…Δεν μου φθάνουν όλα αυτά, παρά έχω και ένα σωρό γράμματα από την Σμύρνην δια την συμπεριφοράν του Αρμοστού Στεργιάδη». Στέλνει τον Μελιγκουνάκη στη Σμύρνη, ο οποίος επιστρέφοντας αναφέρει στον Βενιζέλο «Ο Στεργιάδης φέρεται πολύ άσχημα προς τους εκεί Έλληνας. Τον κατετόπισα εις μερικά πράγματα. Του είπα ότι δημιουργεί εχθρότητα εναντίον μας». Ο Βενιζέλος απάντησε «…Δεν έχομε εκλογές εκεί ώστε να φοβούμεθα ότι μπορεί να δημιουργήσομε αντιπάλους. Πάντως καλόν θα ήτο να μην είναι τόσον σκληρός προς τους Έλληνας και να μη μεροληπτεί υπέρ των Τούρκων. Να είναι δίκαιος. Εγώ, (λέει ο Βενιζέλος) δεν μπορώ να του γράψω διότι του έχω δώσει εν λευκώ την εντολήν και άμα του γράψω ίσως παραιτηθεί».
Ο Στεργιάδης εθεωρείτο από τον Βενιζέλο ως δυναμική φυσιογνωμία και εν πάση περιπτώσει φρονούσε ότι, τι θα έλεγαν οι ξένοι για την ελληνική διοίκηση εάν άλλαζε ο Αρμοστής για σατραπική άσκηση της εξουσίας; Έτσι απέκλεισε κάθε συζήτηση περί αντικαταστάσεως του εκπροσώπου της Κυβερνήσεως. Τόσον ο αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Εμμ. Ρέπουλης και ο Αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος είχαν αντιληφθεί ότι ο Βενιζέλος ήταν άκαμπτος στο να φύγει ο Στεργιάδης. Αυτό, κατά τον Βενιζέλο, θα μας έβλαπτε στο εξωτερικό, όπου ο Στεργιάδης εθεωρείτο δίκαιος και προστάτης των ξένων στοιχείων στην Ιωνία και κατά συνέπειαν έπρεπε να αποκλεισθεί η αντικατάσταση του, την οποίαν θα εκμεταλλευόταν όλοι οι μη συμπαθούντες τον ελληνισμό.
Έτσι, για τους Σμυρνιούς ο Στεργιάδης κατέληξε να είναι η χειρότερη μορφή τιμωρίας στην οποία τους υπέβαλε ο Βενιζέλος. Μια τιμωρία, που ισοδυναμούσε με ότι χειρότερο και ανέλπιστο μπορούσε να τους συμβεί. Χειρότερη από εκείνη που ζούσαν οι Σμυρνιοί κάτω από το ματωμένο πλέγμα των Τούρκων. Ο Χρ. Αγγελομάτης γράφει «…ουδεμίαν στιγμήν εγεύθη ο Ελληνισμός την γλυκύτητα της ελευθερίας. Ο Στεργιάδης έκανε τα πάντα υπέρ των Τούρκων, υπέρ των ξένων, υπερβαίνων κατά πολύ τα όρια της πολιτικής σκοπιμότητας και φθάνων τα όρια, θα έλεγε κανείς, καταστρεπτικών πράξεων για την Ελλάδα».
Γιατί ο Στεργιάδης τρομοκράτησε, έδειρε, έβρισε, έφτυσε, φυλάκισε, πρόσβαλε θανάσιμα αξιοπρεπείς αξιωματούχους, σεβάσμιους δημογέροντες, ενάρετους κληρικούς, προύχοντες, απλούς πολίτες, υπουργούς, ακόμα και αυτό τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο.
Ιδιαίτερα με τον κλήρο έδειχνε να έχει παλιούς λογαριασμούς, τους οποίους κάθε τόσο προσπαθούσε να λύσει. «Θα τους κόψω τη γλώσσα» έλεγε όταν διαπίστωνε τυχόν προσπάθειες Ελλήνων ιερέων για τον προσηλυτισμό μωαμεθανών.
Γνωρίζω θα πει ο Στεργιάδης στον Μητροπολίτη Χρυσόστομο και στον εκπρόσωπο της οθωμανικής κοινότητας, τη χαρά και τον ενθουσιασμό από τα οποία διακατέχονται οι απελευθεροθέντες Έλληνες της Μικράς Ασίας. Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέψουμε ότι αυτά τους τα αισθήματα τα ακολουθούν οι βαριές υποχρεώσεις μιας πολιτισμένης φυλής, ιδίως προς τα αλλόφυλα και αλλόθρησκα στοιχεία της χώρας. Σκοπός της απελευθέρωσης δεν είναι από τη μια στιγμή στην άλλη οι μέχρι τώρα υπόδουλοι να μεταβληθούν από κατακτημένοι σε κατακτητές, αλλά η εγκαθίδρυση απόλυτης και ειλικρινούς ισότητας μεταξύ όλων των κατοίκων της χώρας, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας.
Με την άφιξη του στη Σμύρνη ο Στεργιάδης βρέθηκε αντιμέτωπος με σωρεία προβλημάτων, που έπρεπε να λύσει. Αρχίζοντας από το οικονομικό που ήταν και το δυσκολότερο. Η οικονομική ανάπτυξη της Μ.Ασίας απασχόλησε την ελληνική κυβέρνηση, που πίστευε πως οι εισπράξεις από αυτή θα ανακούφιζαν τον κρατικό προϋπολογισμό. Θα πει δε ο βουλευτής Λυκούργος Τσουκαλάς, σύμφωνα με τα Πρακτικά της Βουλής, ότι «Εάν επιβάλωμεν 20% φόρον εν Μικρά Ασία θα έχομεν εν δισεκατομμύριον δια του οποίου θα ανακουφίσωμεν τον Ελληνικόν λαόν…».
Πρόσφατες ιστορικές και επιστημονικές μελέτες αμβλύνουν κάπως τη συμπεριφορά και τις δραστηριότητες του Στεργιάδη. Αναφέρουν ότι είχε διοικητικά χαρίσματα που έφεραν τη σφραγίδα και το χαρακτήρα της προόδου και του πολιτισμού. Ότι δεν επηρεαζόταν από φυλετικές και πολιτικές προκαταλήψεις, κάτι που ιδιαίτερα εκτιμούσαν οι εκπρόσωποι των συμμαχικών δυνάμεων στη Σμύρνη. Παρήγαγε αξιόλογο έργο. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι προσπάθειες του για την αναβάθμιση της γεωργίας, την πάταξη της ληστείας στην ευρύτερη περιοχή, την αντιμετώπιση της ελονοσίας και των άλλων ασθενειών που μάστιζαν τον πληθυσμό (με την ίδρυση του Ινστιτούτου Παστέρ). Προσπάθησε να ιδρύσει στη Σμύρνη και πανεπιστήμιο με οργανωτή τον διαπρεπή μαθηματικό Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή. Όμως ο δύστροπος χαρακτήρας του και ο «φιλοτουρκισμός» του αμαύρωναν στα μάτια των Ελλήνων κάθε του κίνηση.
Μετά τις δραματικές εκλογές της 1 ης Νοεμβρίου 1920, (όπου ο Βενιζέλος δεν εξελέγη ούτε βουλευτής) την πτώση της Κυβερνήσεως Βενιζέλου και την άνοδο στην εξουσία των «Βασιλικών» του Κωνσταντίνου, τα πάντα άλλαξαν. Μόνον ο Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης διατηρήθηκε ως αναντικατάστατος.
Εκείνο που ενδιέφερε τον Στεργιάδη μέχρι και αρχές καλοκαιριού του 1922 ήταν η ελληνική διοίκηση να ήταν άμεμπτη απέναντι στις μειονότητες, δίκαιη και χρηστή, ώστε οι Τούρκοι να μην έχουν επιχειρήματα σε τυχόν καταγγελίες τους εναντίον της Ύπατης Αρμοστείας. Επιχειρήματα που θα έδιναν «όπλα» στις Μεγάλες Δυνάμεις να επιχειρήσουν την αφαίρεση από την Ελλάδα της διοίκησης της Μικράς Ασίας. Εννοείται ότι η πολιτική αυτή του Στεργιάδη ήταν περισσότερο αναγκαία όσο η Γαλλία και η Ιταλία αποκτούσαν στενότερες σχέσεις με τον Κεμάλ και έπαιρναν θέσεις όλο και περισσότερο ανθελληνικές.
Στον τομέα της χρηστής και δίκαιης διοίκησης η Ύπατη Αρμοστεία, ο Στεργιάδης δηλαδή, επέτυχε. Για να εξασφαλίσει όμως αυτή την επιτυχία κατέφυγε σε βιαιότητες και εξαλλοσύνες που ήταν αντίθετες προς την ευγενή ελληνική συμπεριφορά, το φιλελεύθερο ελληνικό πνεύμα και τον ελληνικό πολιτισμό.
Με την κατάρρευση του Μετώπου της Μικράς Ασίας κι ενώ η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου και ο «πήλινος» Αρχιστράτηγος Χατζανέστης πίστευαν ότι τίποτε δεν χάθηκε ακόμη, ο μόνος που δεν τρέφει αυταπάτες είναι ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης, που από τις 19 Αυγούστου 1922 έχει πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας. Ότι δηλαδή η Μικρά Ασία χάθηκε για την Ελλάδα.
Κι ενώ ο Στεργιάδης είναι βέβαιος για την πραγματικότητα και δείχνει την φροντίδα του για τις υπηρεσίες, υπαλλήλους και αρχεία, παράλληλα δείχνει και τις εγκληματικές του διαθέσεις για τον άμαχο πληθυσμό. Με επείγον κρυπτογραφικό τηλεγράφημα του προς Ανώτερους πολιτικούς αντιπροσώπους Κίου, Προύσης, Μουδανιών κλπ. διατάσσει. «Άμα λήψει παρούσης διατάξατε συσκευασίαν αρχείων υπηρεσίας σας. Πάντες δημόσιοι υπάλληλοι περιφερείας σας οφείλουν συγκεντρωθώσιν έδρας έτοιμοι προς αναχώρησιν, πρώτην διαταγήν. Περί ημέρας αναχωρήσεως διατάξωμεν με νεωτέραν διαταγήν. Παρούσαν τηρήσατε απολύτως μυστικήν από πληθυσμόν».
Η διαταγή δεν μπορεί να τηρηθεί απολύτως μυστική. Μέσω των συζύγων των υπαλλήλων διαρρέει και επιτείνεται η αγωνία των Ελλήνων, οι οποίοι ερωτούν τους στρατιωτικούς «τι γίνεται». Ο Στεργιάδης μέσω του Γεν. Γραμματέα της Αρμοστείας Γουναράκη με δεύτερο εγκληματικό τηλεγράφημα συνεχίζει να παραπλανά τους Έλληνες κατοίκους ενθαρρύνοντας τους να μην εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Αυτές οι κινήσεις Στεργιάδη δημιουργούν πανικό στον Μικρασιατικό πληθυσμό της Σμύρνης, όπου καταφθάνουν συρμοί με τους τραυματίες και τους φυγάδες, φέρνοντας ζωντανή την είδηση της Καταστροφής.
Οι Φιλελεύθεροι από την Αθήνα στέλνουν στη Σμύρνη έναν δικό τους για να αντιληφθεί από κοντά την κατάσταση, τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο οποίος με την άφιξη του στη Σμύρνη κατευθύνεται στον Ύπατο Στεργιάδη. Εκείνος δεν του κρύβει την πραγματικότητα και τον προσγειώνει αμέσως:
• Μην έχεις αυταπάτες. Η Σμύρνη χάθηκε πια για την Ελλάδα. Δεν γίνεται τίποτα-τίποτα.
• Μα τότε, γιατί κρατάς τον κόσμο, εδώ, γιατί δεν φροντίζεις για την μεταφορά τους; Μου είπαν πως δεν γίνεται καμία προσπάθεια.
• Και τι μπορώ να κάνω εγώ;
• Μα θα τους σφάξει ο Κεμάλ!
• Καλύτερα να τους σφάξει ο Κεμάλ παρά να φθάσουν στίφη αναρχούμενα στην Ελλάδα, σφαγείς οι ίδιοι.
Κι όμως αυτός ο άνθρωπος, ο Στεργιάδης κάποια νύχτα γεννήθηκε από Ελληνίδα μητέρα! Αυτός όμως, δεν θα δικασθεί. Δεν θα παραπεμφθεί καν σε δίκη.
Ο Ηλίας Βενέζης στο βιβλίο του «Μικρά Ασία χαίρε» γράφει για τον Στεργιάδη: «Το σχέδιο του ήταν, αν οι Τούρκοι κατέβαιναν στα παράλια της Μικρασίας – και το ήξερε πως θα κατέβαιναν – έπρεπε να βρούνε όλους τους Μικρασιάτες Έλληνες και να τους σφάξουν για να μη γίνουν φορτίο στη νικημένη Ελλάδα». Αυτή η προσωπική κρίση του Βενέζη απηχεί το κοινό αίσθημα του πληθυσμού των δυτικών παραλίων της Μικρασίας απέναντι στον Στεργιάδη.
Ο Στεργιάδης από την αρχή αντιδρούσε στην οργάνωση του ντόπιου πληθυσμού σε μονάδες πολιτοφυλακής, αυτό που απεκλήθη Μικρασιατική Άμυνα. Και που έπρεπε να είχε δημιουργηθεί από το 1919 ή 1920. Βέβαια εάν η τότε Κυβέρνηση αποφάσιζε τη δημιουργία και την ενίσχυση της Μικρασιατικής Άμυνας, ο Στεργιάδης θα ήταν υποχρεωμένος είτε να υπακούσει, είτε να παραιτηθεί.
Ο Χρ. Αγγελομάτης, από τους σοβαρότερους επικριτές του Στεργιάδη στο βιβλίο του αναφέρεται στο φόβο του Στεργιάδη των τελευταίων ημερών, ότι θα τον σκότωναν. Φόβον, που είχε εκμυστηρευθεί σε λίγους Έλληνες της Σμύρνης, διερωτώμενος συνέχεια: «Θέλουν να με σκοτώσουν. Μα τι έκαμα;» Αφήνοντας έτσι ο συγγραφέας να εννοηθεί ότι ο Ύπατος δεν είχε συνείδηση της άγριας συμπεριφοράς του προς τον ελληνικό πληθυσμό.
Το κατηγορητήριο ωστόσο όμως, του Αγγελομάτη καταλήγει σε δίκαιη κρίση: «Όλοι οι υπάλληλοι επεβιβάσθησαν των επίτακτων πλοίων, τα αρχεία επιμελώς συσκευασμένα απεστάλησαν στον Πειραιά. Ενώ το υπόλοιπο των ταμείων απεστάλη και αυτό εις τας Αθήνας. Οσαδήποτε κι αν βαρύνουν τον Στεργιάδη το μόνον το οποίον δεν αμφισβητείται είναι η τίμια διαχείρησις του δημοσίου χρήματος. Ήτο άνθρωπος αλλόφρων, με διχασμένην προσωπικότητα βίαιος, αυθαίρετος, αλλά μέχρι κεραίας έντιμος.»
Εκτός από τα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα της Αρμοστείας που φορτώθηκαν μέχρι το τελευταίο πακέτο και για τα οποία ο Στεργιάδης αισθάνεται ιδιαίτερη υπερηφάνεια, με εντατική προσπάθεια φορτώθηκαν σε επίτακτα φορτηγά τις τελευταίες ημέρες της καταστροφής και όλα τα πυρομαχικά της Σμύρνης.
Κι όμως το κατόρθωμα αυτό είναι θλιβερό και εγκληματικό. Διότι ένα καράβι 3-4000 τόνων θα μπορούσε να μεταφέρει μερικές χιλιάδες «ψυχές», με πολλά δρομολόγια από τη Σμύρνη στη Χίο ή Μυτιλήνη με τον ελάχιστο χρόνο που θα χρειαζόταν η επιβίβαση και αποβίβαση των προσφύγων, αντί της πολύωρης 24 ωρών φόρτωσης των πυρομαχικών στο λιμάνι της Σμύρνης.
Αν στη θέση του Ύπατου Στεργιάδη βρισκόταν οιοσδήποτε άλλος με ανθρώπινα αισθήματα μυριάδες συνανθρώπων του θα είχαν διαφύγει τον μαρτυρικό θάνατο. Θα μπορούσε να ζητήσει έντονα από την Κυβέρνηση την επίταξη κάθε πλωτού μέσου, ακόμη και τράτες και ψαρόβαρκες και τη ναύλωση κάθε πλοίου που βρισκόταν στην ανατολική Μεσόγειο για την σωτηρία των ανθρώπων. Όμως ο πρώτος υπεύθυνος της σφαγής των Ελλήνων της Ιωνίας δεν το έκανε. Δεν θέλησε να το κάνει.
Αν και ο Ύπατος Στεργιάδης είχε πλήρη επίγνωση των κοινωνικών του υποχρεώσεων, όπως δείχνει ένα αποκρουστικό περιστατικό που χρόνια μετά εξιστορεί ο πολιτικός διοικητής – Νομάρχης Προύσας Αλέξανδρος Σβώλος: «Μετά την ρητή και κατηγορηματική διαταγή, ότι όλοι πια θα φύγουμε για την Αθήνα, ξυριζόμουν σε ένα κουρείο της Σμύρνης. Όπως τελείωνα βλέπω στον καθρέφτη να σταματά αντίκρυ μια άμαξα και να κατεβαίνει ο Στεργιάδης. Μπήκε σαν κάτι σε στοά και βγήκε σε δύο λεπτά. Περίεργος πλησίασα και ένας μικρός που κατάλαβε την περιέργεια μου λέει ότι ο Στεργιάδης ήταν εκεί και ψώνισε. Το εκεί ήταν γαλλικό ανθοπωλείο και ο καταστηματάρχης μου εξήγησε ότι ο Ύπατος παράγγειλε μια ανθοδέσμη για τη «μαντάμ τάδε». Για την οποία ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος – τέτοιες φρικτές ώρες – έκρινε επιβεβλημένο να μεταβεί προσωπικώς σε ανθοπωλείο για επιλογή και παραγγελία αποχαιρετιστηρίου ανθοδέσμης».
Τελευταίος από όλους τους αρμόδιους και υπεύθυνους, έμεινε στη Σμύρνη ο Ύπατος. Τρέμει με την ιδέα ότι δεν μπορεί να καταφύγει στην πατρίδα του. Ύστερα από μια τέτοια συμφορά δεν θα μπορέσει να αποφύγει την λογοδοσία. Η Μεγάλη Δύναμη, η Βρεττανική Αυτοκρατορία, την οποία χρόνια πρακτόρευε μεριμνά για την διάσωση του. Το θλιβερό δειλινό της 26 ης Αυγούστου 1922 μια ατμάκατος του βρεττανικού θωρηκτού «Αϊρον Ντυκ» μεταφέρει από την προκυμαία της Σμύρνης τον κύριο με το μαύρο κουστούμι, με τα χρυσά γυαλιά, το μπαστούνι με την ασημένια λαβή και κρατώντας στο χέρι ένα μικρό βαλιτσάκι. Ο Στεργιάδης έμεινε στο θωρηκτό εκείνο το βράδυ. Την άλλη μέρα οι πρώτοι Τσέτες έμπαιναν στη Σμύρνη για να αρχίσουν τις σφαγές. Εκείνες τις ώρες που άχνιζε το πρώτο αίμα στα καλντερίμια και την προκυμαία της Σμύρνης απομακρυνόταν από τα θύματα του ο θύτης Στεργιάδης.
Οι Άγγλοι τον επιβίβασαν στο ρουμανικό καράβι της γραμμής που έφευγε για την Κωνσταντινούπολη. Φρόντισαν να κρατήσουν μυστική τη διαδρομή του ανθρώπου τους. Αλλά μαθεύτηκε στην Πόλη όπου οι Έλληνες περικύκλωσαν το ρουμανικό πλοία με λέμβους έχοντας σκοπό να λυντσάρουν τον Στεργιάδη, ο οποίος διασώθηκε με την αποστολή ισχυρού αγγλικού αγήματος που απομάκρυνε τις λέμβους και εφρούρησε το ρουμανικό πλοίο.
Από την Πόλη ο Στεργιάδης βρέθηκε στη γαλλική Νίκαια, όπου θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, άπραγος συνταξιούχος αλλά με άνεση χωρίς ποτέ να απολογηθεί για τις πράξεις του. Η άνεση του διακόπτεται κατά την γερμανική κατοχή της Γαλλίας όταν διακόπτεται η ταχυδρομική και τραπεζική επαφή με την Αγγλία.
Στη μοναδική συνέντευξη που έδωσε ο Στεργιάδης στον «εν Παρισίοις», δημοσιογράφο Α. Αποστολόπουλο και θα δημοσιεύσει η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ (του Σπ. Σίμου) την Κυριακή 5 Ιανουαρίου 1930 μεταξύ άλλων θα πει: «Εις τις πιο σημαντικές, ιστορικές δια το έθνος περιστάσεις, είδα γύρω μου ωργανομένον έναν κόσμον του κακού. Κόσμον ιδιοτελειών και χυδαίων προσωπικών παθών, προσωπικών φιλοδοξιών και συμφερόντων, που έκρυπτεν από τον λαόν τις ιδιοτελείς προθέσεις του. Παρουσιάζουν αναλόγως των στιγμών διάφορα φαντακτερά σχέδια των οποίων μόνη η κεντρική, η έμφυτος ανοησία ήταν αρκετή να προκαλέσει την αντιπάθειαν και την αντίδρασιν του σοβαρώς και εντίμως σκεπτομένου, αλλά να εξασφαλίσει και την εξευτελιστικήν αποτυχίαν. Και δεν ήτο μόνον η από διπλωματικής απόψεως κουφότης των σχεδίων που επροκάλεσε την αντίδρασιν μου, αλλά θα έλεγα ακόμη περισσότερον η δολιότης, η διπλοπροσωπία και η ιδιοτέλεια των αυτοσχεδιαστών, που εγέννησαν εντός μου την αηδίαν… Ήτο φυσικόν επομένως να με βλέπουν ως εχθρόν, όσο και αν απέφευγαν να το φανερώσουν, αν και η εχθρότης των δεν ήτο το μόνο πράγμα που μου απέκρυπταν…»
Έχει γραφτεί ότι σ’ ένα λεωφορείο της Νίκαιας, ενώ ο Στεργιάδης καθόταν σε θέση επιβάτου, τον πλησίασε μια κυρία, προφανώς Σμυρνιά. Σήκωσε το βέλος της και τον έφτυσε κατά πρόσωπο.
Στη Νίκαια, όταν ο Στεργιάδης αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες κάποια περίοδο φαίνεται ότι τον βοήθησε ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος τον επισκεπτόταν, όπως αποκαλύπτει η ιστορικός Β.Γ. Σολωμονίδου.
Ο Αμερικανός Πρόξενος στη Σμύρνη Χόρτον στο βιβλίο του η «Μάστιγα της Ασίας» θεωρεί τον Στεργιάδη «μεγάλο άνδρα που κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για να εκτελέσει ένα υπεράνθρωπο καθήκον».
Ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Ροδάς, που ήταν διευθυντής του γραφείου Τύπου και Λογοκρισίας της Αρμοστείας στη Σμύρνη στο πόνημα του «Η Ελλάς στην Μικράν Ασίαν» γράφει ότι «ο Στεργιάδης εθεωρείτο άνθρωπος βίαιος και σκληρός, αλλ’ ενδεδειγμένος όπως διοίκηση εις ανωμάλους περιστάσεις αι οποίαι δεν απήτουν ούτε νόμους, ούτε υπουργικά συμβούλια. Και τίθεται εις εμέ το ερώτημα, τι ήτο επιτέλους ο άνθρωπος Αριστείδης Στεργιάδης; Ήτο μεγαλοφυής, ανισόρροπος, δίκαιος, άδικος, ηθικός, ανήθικος, εργατικός, νωθρός, αυστηρός, ήρεμος, φιλοχρήματος, φιλελεύθερος, δημοκρατικός, μοναρχικός, σατράπης, μεσαιωνικός, περιφρονητής της εξουσίας, δούλος της αρχής, ανεξάρτητος ή αυλοκόλαξ, φιλάνθρωπος ή μισάνθρωπος, αλτρουιστής ή σαϋλοκ, γενναίος ή δειλός; Ο Αριστείδης Στεργιάδης απεδείχθη εκ των υστέρων ότι ήτο απ’ όλα αυτά. Κράμα ηθικής και ανηθικότητος, μεγαλοφυΐας και ανικανότητος. Υπεράνθρωπος και μισάνθρωπος, δούλος των ορέξεων του, των παθών και των φιλοδοξιών του. Η μεγαλύτερη του ικανότης ήτο να εξαπατά τους πάντας και να τους καταγοητεύει όταν ήτο ήρεμος. Να απογυμνούται και να αποκαλύπτεται όταν κατελαμβάνετο υπό μανίας. Υφίστατο έναν πραγματικόν σεληνιασμόν. Άφριζε και υπενθύμιζε την κατσίκα με το γάλα. Με μια κλωτσιά έχυνεν ότι πολύτιμον και ευεργετικόν εδημιούργει επί πολλάς ώρας και ημέρας.»